φατριακός

φατριακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φατρία (βλ. λ.): Φατριακή σχέση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φατριακός — ή, ό, Ν [φατρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φατρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”